Παῦλος

Παῦλος
Παῦλος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — Sp Pãvlas Ap Παύλος/Pavlos L R Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Παύλος Αιμίλιος, Λεύκιος — (Lucius Paulus Aemilius). ΄Ονομα δύο Ρωμαίων υπάτων. Ο πρώτος, του 3ου αι. π.Χ., διετέλεσε ύπατος για πρώτη φορά το 219 μαζί με τον Μάρκο Λίβιο Σαλινάτορα, με τον οποίο έλαβε μέρος στον νικηφόρο δεύτερο ιλλυρικό πόλεμο. Κατόπιν, το 216, μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος Καραγιόργεβιτς — Γιουγκοσλάβος πρίγκιπας, γεννημένος το 1893. Ήταν γιος του Αρσενίου K., του αδελφού του Πέτρου A’. Ανέλαβε την εξουσία ως αντιβασιλέας του Πέτρου B’ τον Οκτώβριο του 1934 με την υπόδειξη του Αλεξάνδρου A’. Υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με τη Βουλγαρία… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος, Ιούλιος — (Iulius Paulus). Ρωμαίος νομικός του 3ου αι. μ.Χ. Από γλωσσικές παρατηρήσεις υποστηρίχθηκε η γνώμη της καταγωγής του από την Αφρική. Αφού άσκησε τη δικηγορία, διορίστηκε βοηθός του αρχηγού των πραιτωριανών και αργότερα μέλος του αυτοκρατορικού… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης-Παύλος — (Johannis Paulus). Όνομα δύο παπών της Ρώμης. 1. Ι. Π. Α’ (Albino Luciani, 1912 – 1978). Πάπας της Ρώμης (1978). Ήταν βενετικής καταγωγής και προερχόταν από οικογένεια εργατών. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης …   Dictionary of Greek

  • Δρανδάκης, Παύλος — (Πάνορμο Κρήτης 1896 – Αθήνα 1945). Δημοσιογράφος και εκδότης. Σπούδασε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, όπου πήρε δίπλωμα οικονομικών επιστημών από τη γαλλική σχολή ιησουιτών. Το 1915 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ήταν κάτοχος πολλών ξένων γλωσσών και… …   Dictionary of Greek

  • Ιούλιος, Παύλος — Βλ. λ. Παύλος, Ιούλιος …   Dictionary of Greek

  • Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… …   Dictionary of Greek

  • Κουντουριώτης, Παύλος — (Ύδρα 1855 – Παλαιό Φάληρο 1935). Ναύαρχος και πολιτικός, πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1924 26, 1926 29). Γιος του Θεόδωρου και εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη (βλ. λ. Κουντουριώτης, 2.), κατατάχθηκε το 1875 στο Πολεμικό Ναυτικό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”